Thessaloniki Magazine

Η Θεσσαλονίκη το 1821

 

Στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 η προσφορά της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας ήταν μεγάλη. Εκτός από τους Έλληνες της διασποράς που αγωνίστηκαν για να προβάλουν το ελληνικό θέμα στο εξωτερικό, οι υπόδουλοι στους Τούρκους προσέφεραν μεγάλες θυσίες για να στεριώσει ο αγώνας της ελευθερίας.

Η προεπαναστατική Θεσσαλονίκη

Πριν την Επανάσταση, από τα μέσα του 18ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο και κατείχε ισχυρό ρόλο σε αυτή την πλευρά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών, η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα ήταν κτισμένη μέσα στο χώρο που όριζαν τα βυζαντινά της Τείχη, που μεγάλο τμήμα τους σώζεται και σήμερα σε καλή κατάσταση. Στη γύρω περιοχή δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα συνοικίες ή οικισμοί και προάστια. Στην πόλη υπήρχαν τέσσερις μεγάλοι πύργοι. Δύο από τους πύργους αυτούς, ένας κυκλικός και ένας τετράγωνος, βρίσκονταν στο νότιο τμήμα των τειχών. Ο πρώτος είναι ο σημερινός Λευκός Πύργος. Στην παραλία, στη θέση της σημερινής μητρόπολης του Γρηγορίου Παλαμά, ήταν κτισμένος ο παραθαλάσσιος ναός του Αγίου Δημητρίου. Αναφέρονται επίσης οι ναοί του Αγίου Αθανασίου, Αγίου Νικολάου, Αγίου Μηνά, Παναγίας και η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου.

Στο πεδινό τμήμα της πόλης κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι και Έλληνες. Οι Εβραίοι έμεναν στο κέντρο, από την οδό Εγνατία και προς τη θάλασσα, στην περιοχή της αρχαίας αγοράς, ανάμεσα σε εργαστήρια, καταστήματα και αποθήκες. Γύρω στον 18ο αιώνα, κοντά στο λιμάνι και στην αγορά δημιουργήθηκε η συνοικία του Φραγκομαχαλά, η οποία εξελίχθηκε σε μια πολυπληθή κοινωνία φραγκολεβαντίνων. Οι Έλληνες ήταν διάσπαρτοι κατά μήκος της Εγνατία οδού και των ανατολικών τειχών, γύρω από τη Μητρόπολη, τον Άγιο Μηνά και τον Βαρδάρη. Οι μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στην Άνω Πόλη, στο λόφο Μπαΐρ, το βορειότερο και ψηλότερο τμήμα του παλιού οικιστικού πυρήνα της, με το βραχώδες έδαφος και τις μεγάλες κλίσεις.

Η επαναστατική περίοδος του 1821

Οι Θεσσαλονικείς οργανώθηκαν και οργάνωσαν τον ελληνισμό από πολύ νωρίς, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας καθολικής Ελληνικής Επανάστασης. Ο λόγιος Γρηγόριος Ζαλύκης ήταν ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της μυστικής οργάνωσης Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, προδρόμου της Φιλικής Εταιρείας, στο Παρίσι το 1809, ενώ ο έμπορος Μιχαήλ Ουζουνίδης ήταν ένα από τα αρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Το προεπαναστατικό κίνημα έτυχε συμπαράστασης σχεδόν από όλο τον ανώτατο και κατώτερο κλήρο της Μακεδονίας (μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος, Κοζάνης Βενιαμίν, Άνθιμος Γρεβενών, Ιερόθεος Αγίου Όρους, επίσκοπος Αρδαμερίου Ιγνάτιος κτλ), από σημαντικούς τοπικούς οπλαρχηγούς, όπως οι Γάτσος και Καρατάσος, καθώς και από τους πλούσιους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, όπως οι Χρίστος Μενεξές, Γεώργιος Πάικος, Αντώνιος Παπαχρίστου, Κωνσταντίνος Τάττης, ο δάσκαλος Ιώννης Σκανδαλίδης, ο Αναστάσιος Μπουδέλης κ.α.

Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Προκειμένου να αναστείλει οποιεσδήποτε επαναστατικές κινήσεις, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ πασάς, προέβη σε αθρόες συλλήψεις υπόπτων. Αρχικά ξεκίνησε με προληπτικές φυλακίσεις Ελλήνων στον Λευκό Πύργο (τότε φυλακές γνωστές ως Κανλή Κουλέ, Πύργος του Αίματος).

Οι συλλήψεις έγιναν πολύ περισσότερες μετά την εξέγερση της Επανάστασης, οπότε άρχισε και η τρομοκράτηση του πληθυσμού, ενώ οι εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της Μακεδονίας, όπως η επανάσταση της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους,  αποτέλεσαν το αίτιο για ακόμη πιο γενικευμένες συλλήψεις και εκτελέσεις.

Φιρμάνι της 3ης Μαΐου του 1821 ανέφερε: "Το εν Μολδαβία κίνημα των απίστων και κατηραμένων Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της Θεσσαλονίκης χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των εκεί κατοίκων ... Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αύτη των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, έχει εξυφανθεί και προσχεδιασθή κατόπιν συνεννοήσεως ολοκλήρου της φυλής αυτών".

Σε προκήρυξη του γενικού αρχηγού του οθωμανικού στρατού προς τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, κλήθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι 16-60 ετών να πάρουν τα όπλα κατά των επαναστατών και ανακοινώθηκε αμοιβή τεσσάρων πιάστρων για κάθε κεφάλι που θα παραδινόταν στο στρατόπεδο. Τότε, οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης ξέσπασαν με απάνθρωπη μανία στον άμαχο ελληνικό πληθυσμό της πόλης.

Η σφαγή της Θεσσαλονίκης

Ο Γιουσούφ πασάς επέτρεψε στον φανατισμένο τουρκικό όχλο να προβεί σε βιαιοπραγίες κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού της πόλης, πολλοί από τους οποίους είχαν καταφύγει στις εκκλησίες για να σωθούν. Τουλάχιστον 3.000 Θεσσαλονικείς μαζί με τους πρόκριτους της πόλης σφαγιάστηκαν στο τουρκικό διοικητήριο, στην πλατεία Αλευραγοράς (Καπάνι-Βλάλη), στην περιοχή της Ροτόντας, στην πύλη του Βαρδαρίου και στην τότε εκκλησία του Αγίου Δημητρίου – στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ενώ εκατοντάδες αγωνιστές φυλακίστηκαν στο φρικτό κάτεργο του σημερινού Λευκού Πύργου. Η περιοχή από το σημερινό Σιντριβάνι μέχρι το Γ’ Σώμα Στρατού ήταν χώρος σφαγών και βασανιστηρίων.

Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν ο Χριστόφορος Μπαλάνος, ο Γεώργιος Πάικος, ο Χρήστος Μενεξές, ο Στέργιος Πολύδωρος, ο Αναστάσιος Κυδωνιάτης, ο Αθανάσιος Σκανδαλίδης, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Αναστάσιος Γούναρης, ο Δημήτριος Παππάς, ο Γεώργιος Βλάλλης κ.α. Στο Καπάνι εκτελέστηκε και ο επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος, που ήταν τοποτηρητής της Μητρόπολης, ενώ ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την περίοδο, βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με άλλους κληρικούς του επαναστατημένου γένους. Υπολογίζεται ότι μόνο το 1821 χάθηκαν σφαγιαζόμενοι ή εξόριστοι 30.000 Θεσσαλονικείς και Μακεδόνες. Οι διωγμοί όμως συνεχίστηκαν.

Οι διωγμοί το 1822

Η δεύτερη περίοδος διωγμών ξεκινά τον Μάρτιο του 1822, με την έλευση του νέου διοικητή της πόλης, του Μεχμέτ Εμίν, γνωστού και ως Αμπολολούτ ο Ροπαλοφόρος. Αφορμή είναι η στάση μοναχών του Αγίου Όρους και οι διάφορες επαναστάσεις σε γειτονικές πόλεις της Θεσσαλονίκης (πιο γνωστή η σφαγή στην Νάουσα). Πέρα από τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις, αυτή τη φορά επιχειρείται και δήμευση των ελληνικών περιουσιών. Η ελληνική κοινότητα αναγκάζεται να πουλήσει το νοσοκομείο της και μεγάλο μέρος του πληθυσμού φεύγει από την πόλη. Είναι τότε που ο Μεχμέτ Εμίν διατάζει την καταστροφή της βιβλιοθήκης που υπήρχε στην Αγία Σοφία, όπου καταστράφηκαν πολλά βυζαντινά χειρόγραφα. Η πιο γνωστή εκτέλεση είναι αυτή του Μανωλάκη Τζανή Κυριακού, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή υποπρόξενος της Δανίας στην πόλη.

Η ελληνική κοινότητα έκανε πολύ καιρό για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της πάλι, οι πληθυσμιακές αναλογίες είχαν αλλάξει πολύ εις βάρος της και οι περιουσίες των Ελλήνων της πόλης είχαν περάσει σε χέρια είτε Τούρκων, είτε Ευρωπαίων. Η άφιξη του πρώτου Έλληνα πρόξενου το 1835 θα βοηθήσει στην ανασύσταση της ελληνικής κοινότητας.

ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος Απόστολος (1997). Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316π.Χ.-1983. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.

Καραθανάσης Αθανάσιος (2008). Στην Θεσσαλονίκη 1821 και 1822. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη.  

Ιστοσελίδα του συγγραφέα-δημοσιογράφου Χρίστου Ζαφείρη thessmemory.gr